ἀπεσκής: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπεσκής]], -ές (Α) [[πέσκος]]<br />ο [[δίχως]] δερμάτινο [[κάλυμμα]] ή [[θήκη]].
|mltxt=[[ἀπεσκής]], -ές (Α) [[πέσκος]]<br />ο [[δίχως]] δερμάτινο [[κάλυμμα]] ή [[θήκη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεσκής:''' (ничем) не прикрытый (τύξα Soph.).
}}
}}

Revision as of 16:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεσκής Medium diacritics: ἀπεσκής Low diacritics: απεσκής Capitals: ΑΠΕΣΚΗΣ
Transliteration A: apeskḗs Transliteration B: apeskēs Transliteration C: apeskis Beta Code: a)peskh/s

English (LSJ)

ές, (πέσκος)

   A without a bow-case, τόξα S.Fr.626.

German (Pape)

[Seite 288] ές (πέσκος), unbedeckt, Soph. frg. 552; τόξα, d. i. γυμνὰ θήκης, B. A. 422, wo ἀπέσκη steht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεσκής: -ές, (πέσκος) ἄνευ δέρματος, ἀκάλυπτος (Σοφ. Ἀποσπ. 552)· «ἀπεσκῆ· τόξ’ ἀπεσκῆ, ἔνιοι δὲ γυμνὰ θήκης τόξα. Σοφοκλῆς Τρωΐλῳ» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ές carente de estuche o carcaj τόξα S.Fr.626.

Greek Monolingual

ἀπεσκής, -ές (Α) πέσκος
ο δίχως δερμάτινο κάλυμμα ή θήκη.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεσκής: (ничем) не прикрытый (τύξα Soph.).