ἄλοπος: Difference between revisions
From LSJ
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄλοπος]], -ον (Α) [[λέπω]]<br />[[αλέπιστος]], [[αλανάριστος]], [[ακαθάριστος]] ([[κυρίως]] για το [[καλάμι]] του λιναριού). | |mltxt=[[ἄλοπος]], -ον (Α) [[λέπω]]<br />[[αλέπιστος]], [[αλανάριστος]], [[ακαθάριστος]] ([[κυρίως]] για το [[καλάμι]] του λιναριού). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄλοπος:''' неочищенный, нетрепанный ([[ἀμοργίς]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (λέπω)
A not scutched, ἀμοργίς Ar.Lys.736: neut. pl., ἄλοπα, τά, PTeb.120.16 (i B.C).
German (Pape)
[Seite 109] ἀμοργίς, ungehechelter Flachs, Ar. Lys. 736.
Greek (Liddell-Scott)
ἄλοπος: -ον, (λέπω) ἀλέπιστος, ἀκαθάριστος, «ἀλανάριστος», περὶ λινοκαλάμης, Ἀριστοφ. Λυσ. 736· πρβλ. ἀλέπιστος.
Spanish (DGE)
-ον
no agramado c. alusión obs. ἀμοργίς Ar.Lys.736
•subst. τὰ ἀ. lino sin agramar, PTeb.120.16 (I a.C.).
Greek Monolingual
ἄλοπος, -ον (Α) λέπω
αλέπιστος, αλανάριστος, ακαθάριστος (κυρίως για το καλάμι του λιναριού).
Russian (Dvoretsky)
ἄλοπος: неочищенный, нетрепанный (ἀμοργίς Arph.).