αμφιβληστροειδής: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α ἀμφι βληστροειδής)<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> ο όμοιος με αμφίβληστρο, με [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <b>(Ανατ.)</b> ο [[χιτώνας]] του βολβού του ματιού, στον οποίο λαμβάνει [[χώρα]] η νευρική [[διέγερση]] από το [[φυσικό]] φως και αρχίζει η [[αίσθηση]] της όρασης. Ο [[υπόλοιπος]] [[βολβός]] [[είναι]] ένα ερειστικό [[περίβλημα]] που ρυθμίζει τη [[θρέψη]] του ματιού και συλλαμβάνει και εστιάζει εικόνες, προσαρμόζοντας τον φακό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφίβληστρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
|mltxt=-ές (Α ἀμφι βληστροειδής)<br /><b>1.</b> <b>αρχ.</b> ο όμοιος με αμφίβληστρο, με [[δίχτυ]]<br /><b>2.</b> <b>(Ανατ.)</b> ο [[χιτώνας]] του βολβού του ματιού, στον οποίο λαμβάνει [[χώρα]] η νευρική [[διέγερση]] από το [[φυσικό]] φως και αρχίζει η [[αίσθηση]] της όρασης. Ο [[υπόλοιπος]] [[βολβός]] [[είναι]] ένα ερειστικό [[περίβλημα]] που ρυθμίζει τη [[θρέψη]] του ματιού και συλλαμβάνει και εστιάζει εικόνες, προσαρμόζοντας τον φακό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφίβληστρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> <span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ές (Α ἀμφι βληστροειδής)
1. αρχ. ο όμοιος με αμφίβληστρο, με δίχτυ
2. (Ανατ.) ο χιτώνας του βολβού του ματιού, στον οποίο λαμβάνει χώρα η νευρική διέγερση από το φυσικό φως και αρχίζει η αίσθηση της όρασης. Ο υπόλοιπος βολβός είναι ένα ερειστικό περίβλημα που ρυθμίζει τη θρέψη του ματιού και συλλαμβάνει και εστιάζει εικόνες, προσαρμόζοντας τον φακό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφίβληστρον + -ειδής < εἶδος.