γλεύκινος: Difference between revisions
(8) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γλεύκινος]], -η, -ον (Α) [[γλεύκος]]<br /><b>1.</b> ο παρασκευασμένος από [[γλεύκος]] («γλεύκινον [[μύρον]]»)<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) αυτό που δεν έχει υποστεί [[ακόμη]] [[ζύμωση]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] αλοιφής. | |mltxt=[[γλεύκινος]], -η, -ον (Α) [[γλεύκος]]<br /><b>1.</b> ο παρασκευασμένος από [[γλεύκος]] («γλεύκινον [[μύρον]]»)<br /><b>2.</b> (για [[κρασί]]) αυτό που δεν έχει υποστεί [[ακόμη]] [[ζύμωση]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[είδος]] αλοιφής. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλεύκινος:''' досл. приготовленный из сусла, перен. не подвергшийся брожению, не перебродивший ([[ἔλαιον]] Col., Plin.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A made with γλεῦκος as a vehicle, μύρον, a special kind of confection or oil, Dsc.1.57, Androm. ap.Gal.13.1039, Aët.12.55; also γ. ἔλαιον Colum.12.53, Plin.HN23.46. 2 partly fermented, οἶνος Gal.UP4.3.
Greek (Liddell-Scott)
γλεύκινος: -η, -ον, ὁ ἐκ γλεύκους, ἤτοι «μούστου», πεποιημένος, μύρον Διοσκ. 1. 67.
Spanish (DGE)
-η, -ον
hecho con una mezcla de mosto y aceite ὁ οἶνος ὁ γ. prob. mosto o vino a medio fermentar Gal.3.270
•oleum gleucinum, cocción de aceite y mosto Colum.12.53, Plin.HN 15.29, 23.91, γ. ἔλαιον Aët.12.55 (p.94)
•subst. τό γ. n. de un preparado con aceite Androm. en Gal.13.1039, Dsc.1.57, Cyran.4.76.3.
Greek Monolingual
γλεύκινος, -η, -ον (Α) γλεύκος
1. ο παρασκευασμένος από γλεύκος («γλεύκινον μύρον»)
2. (για κρασί) αυτό που δεν έχει υποστεί ακόμη ζύμωση
3. το ουδ. ως ουσ. είδος αλοιφής.
Russian (Dvoretsky)
γλεύκινος: досл. приготовленный из сусла, перен. не подвергшийся брожению, не перебродивший (ἔλαιον Col., Plin.).