γοητευτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(8)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γοητευτικός''': ή, όν,= [[γοητικός]], ή, όν, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, [[Πολυδ]]. Δ΄, 48. ― Ἐπίρρ.–κῶς [[Πολυδ]]. Δ΄, 51, Θ΄, 135.
|lstext='''γοητευτικός''': ή, όν,= [[γοητικός]], ή, όν, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πολυδ. Δ΄, 48. ― Ἐπίρρ.–κῶς Πολυδ. Δ΄, 51, Θ΄, 135.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 20:20, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοητευτικός Medium diacritics: γοητευτικός Low diacritics: γοητευτικός Capitals: ΓΟΗΤΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: goēteutikós Transliteration B: goēteutikos Transliteration C: goiteftikos Beta Code: gohteutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = γοητικός, Porph.VP 39, Poll.4.48. Adv. -κῶς ib.51.

German (Pape)

[Seite 500] = γοητικός, Sp., Poll. 4, 84.

Greek (Liddell-Scott)

γοητευτικός: ή, όν,= γοητικός, ή, όν, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πολυδ. Δ΄, 48. ― Ἐπίρρ.–κῶς Πολυδ. Δ΄, 51, Θ΄, 135.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 embrujador, que hechiza ἡδονή Porph.VP 39, sent. peyor. para insultar a un sofista, Poll.4.48.
2 adv. -ῶς con poder de encantamiento Poll.4.51.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γοητευτικός, -ή, -όν) γοητεύω
νεοελλ.
αυτός που γοητεύει, ο ελκυστικός
αρχ.
ο γοητευτικός.