γλίσχρασμα: Difference between revisions

nl
(8)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[γλίσχρασμα]]) [[γλισχραίνομαι]]<br />παχύρρευστη φυτική [[ουσία]] ή [[παρασκεύασμα]].
|mltxt=το (Α [[γλίσχρασμα]]) [[γλισχραίνομαι]]<br />παχύρρευστη φυτική [[ουσία]] ή [[παρασκεύασμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γλίσχρασμα]] -ατος, τό [[γλισχραίνομαι]] kleverigheid. Hp. Acut. 10.
}}
}}