δορίπονος: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δορίπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται στη [[μάχη]], [[πολεμικός]] («πόλιν δορίπονον», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> «δορίπονα [[κακά]]» — συμφορές από τον πόλεμο, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> «[[δορίπονος]] [[ἀσπίς]]» — η [[ασπίδα]] που τη χτυπούν τα δόρατα (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[δορίπονος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται στη [[μάχη]], [[πολεμικός]] («πόλιν δορίπονον», <b>Αισχ.</b>)<br /><b>2.</b> «δορίπονα [[κακά]]» — συμφορές από τον πόλεμο, <b>Αισχ.</b>)<br /><b>3.</b> «[[δορίπονος]] [[ἀσπίς]]» — η [[ασπίδα]] που τη χτυπούν τα δόρατα (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δορίπονος:''' -ον, αυτός που υφίσταται κακουχίες από το [[δόρυ]], δηλ. από τον πόλεμο, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 20:06, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐπονος Medium diacritics: δορίπονος Low diacritics: δορίπονος Capitals: ΔΟΡΙΠΟΝΟΣ
Transliteration A: doríponos Transliteration B: doriponos Transliteration C: doriponos Beta Code: dori/ponos

English (LSJ)

ον,

   A toiling with the spear, bearing the brunt of war, πόλις A.Th.169 (lyr.); ἄνδρες E.El.479 (lyr.); δ. κακά A.Th.628 (lyr.); δ. ἀσπίδες E.IA771 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 658] speerbedrängt; πόλις Aesch. Spt. 153; κακά 610; ἀσπίδες, ἄνδρες, Eur. I. A. 771 El. 479, wo man auch δοριπόνος schreiben kann, mit dem Speere arbeitend, kämpfend.

Greek (Liddell-Scott)

δορίπονος: -ον, πονῶν περὶ τὸ δόρυ, ἀγωνιζόμενος ἐν τῇ μάχῃ, πολεμικός, Αἰσχύλ. Θήβ. 169, Εὐρ. Ἠλ. 479· δ. κακὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 628· δ. ἀσπὶς Εὐρ. Ι. Α. 771.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brisé ou détruit par la lance.
Étymologie: δόρυ, πένομαι.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
1 que sufre a causa de la lanza πόλις A.Th.169, δορίπονα κάκ' ἐκτρέποντες alejando los males debidos a la guerra A.Th.628.
2 esforzado con la lanza, guerrero ἄνδρες E.El.479, metón. ἀσπίδες E.IA 771 (cód.).

Greek Monolingual

δορίπονος, -ον (Α)
1. αυτός που αγωνίζεται στη μάχη, πολεμικός («πόλιν δορίπονον», Αισχ.)
2. «δορίπονα κακά» — συμφορές από τον πόλεμο, Αισχ.)
3. «δορίπονος ἀσπίς» — η ασπίδα που τη χτυπούν τα δόρατα (Ευρ.).

Greek Monotonic

δορίπονος: -ον, αυτός που υφίσταται κακουχίες από το δόρυ, δηλ. από τον πόλεμο, σε Αισχύλ., Ευρ.