ἐγκοληβάζω: Difference between revisions
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐγκοληβάζω]] (Α)<br />[[καταπίνω]]. | |mltxt=[[ἐγκοληβάζω]] (Α)<br />[[καταπίνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐγκοληβάζω:''' [[πέφτω]] με [[δύναμη]] πάνω σε κάποιον, ρουφώ, [[καταπίνω]], σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
in Ar.Eq.263,
A gulp down, swallow up, v. Sch. ad loc., Hsch.; also expld. by ἐπὶ κόλοις βαίνειν, Suid. s.v. ἐκολαβήσας.
German (Pape)
[Seite 709] nur bei Ar. Equ. 264, v. l. ἐνεκολάβησας, Schol. καταπέπωκας, wie die VLL. καταπιεῖν erkl. u. an ἄκολος denken, = hinunterschlucken, nach Eust. wie ein κόλαβος. Andere erkl. es für einen Fechterausdruck, = einen Tritt auf den Bauch geben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοληβάζω: ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 264, πιθαν. πίπτω βαρέως ἐπί τινος, ἴδε σημείωσιν Donaldson, ἐν Πινδ. Π. 8. 81 (115)· ἂν καὶ συνήθως ἑρμηνεύεται καταπίνω, «ἐνεκολάβησας, καταπέπωκας» Σχόλ. εἰς Ἱππ. Ἀριστ. ἔνθ. ἀν. Ὑπάρχουσιν ἐν τούτοις ἱκαναὶ δι. γρ.
French (Bailly abrégé)
avaler gloutonnement comme un gâteau κόλλαβος.
Étymologie: ἐν, κόλλαβος.
Spanish (DGE)
dud. patear, pisar la barriga al adversario caído en el suelo, prob. c. sent. obsc. dar por el culo εἶτ' ἀποστρέψας τὸν ὦμον αὐτὸν ἐνεκολήβασας c. juego de palabras, Ar.Eq.263 (cj.), cf. Sch.ad loc., EM 340.33G., Sud.s.u. ἐκολαβήσας, v. ἐγκολαβίζω.
Greek Monolingual
ἐγκοληβάζω (Α)
καταπίνω.
Greek Monotonic
ἐγκοληβάζω: πέφτω με δύναμη πάνω σε κάποιον, ρουφώ, καταπίνω, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).