εθελοντής: Difference between revisions
From LSJ
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
(10) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. εθελόντρια) (AM [[ἐθελοντής]]<br />Α και [[ἐθελοντήρ]]<br />θηλ. [[ἐθελοντίς]], η)<br />αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μίμων, δεικηλιστής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εθελοντής]] ανάγεται σε θ. <i>εθελοντ</i>- που απαντά στη μτχ. <i>εθέλων</i>, -<i>οντος</i><br />ο τ. [[εθελοντήρ]] (του οποίου μαρτυρείται η [[αιτιατική]] πληθυντικού <i>εθελοντήρας</i> μια [[φορά]] στον Όμηρο) εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> ( | |mltxt=ο (θηλ. εθελόντρια) (AM [[ἐθελοντής]]<br />Α και [[ἐθελοντήρ]]<br />θηλ. [[ἐθελοντίς]], η)<br />αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] μίμων, δεικηλιστής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[εθελοντής]] ανάγεται σε θ. <i>εθελοντ</i>- που απαντά στη μτχ. <i>εθέλων</i>, -<i>οντος</i><br />ο τ. [[εθελοντήρ]] (του οποίου μαρτυρείται η [[αιτιατική]] πληθυντικού <i>εθελοντήρας</i> μια [[φορά]] στον Όμηρο) εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> ([[πρβλ]]. [[κλητήρ]], [[μνηστήρ]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο (θηλ. εθελόντρια) (AM ἐθελοντής
Α και ἐθελοντήρ
θηλ. ἐθελοντίς, η)
αυτός που προσφέρεται αυτοπροαίρετα να κάνει κάτι
νεοελλ.
αυτός που κατατάσσεται εκούσια στον στρατό
αρχ.
είδος μίμων, δεικηλιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εθελοντής ανάγεται σε θ. εθελοντ- που απαντά στη μτχ. εθέλων, -οντος
ο τ. εθελοντήρ (του οποίου μαρτυρείται η αιτιατική πληθυντικού εθελοντήρας μια φορά στον Όμηρο) εμφανίζει επίθημα -τηρ (πρβλ. κλητήρ, μνηστήρ)].