δυσέφικτος: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσέφικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα τον φθάνει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]]. | |mltxt=[[δυσέφικτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα τον φθάνει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσέφικτος:''' трудно достижимый, малодоступный ([[στέφανος]] Polyb.; τὰ ὑψηλά Plut.): δυσέφικτόν ἐστι ἀπαγγεῖλαι Diod. невозможно пересказать. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to come at, Plb.31.25.3, Plu.2.65e, Phld.Rh.2.119 S.; ἀνθρώπῳ Ecphant. ap. Stob.4.7.64; hard to understand, Vett.Val.272.8, al.
German (Pape)
[Seite 680] schwer zu erreichen; στέφανος Pol. gg, 11; D. Sic. 4, 8; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέφικτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ φθάσῃ τις, Πολύβ. 32. 11, 3 καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à atteindre.
Étymologie: δυσ-, ἐφικνέομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de conseguir, difícil de alcanzar στέφανος Plb.31.25.3, ἡ τῶν πεπραγμένων ἀνάληψις D.S.1.3, cf. 4.1, 8, Phld.Rh.1.295, 2.119, δυσέφικτα φρονήσεως πέρατα Ph.1.457, ὧν ὁ ἔπαινος δ. ... λόγῳ cuya alabanza es difícil de plasmar en palabras, IPE 12.42.8 (II/III d.C.), ἡ ἐγχείρησις Ast.Am.Hom.8.1.3, ἀρετή Chrys.M.62.240
•de éxito difícil ἡ ἐπὶ τούτους στρατεία D.S.4.17, ἆθλος D.S.4.40
•de lugares inaccesible c. dat. τὸ μὲν ὕψος τῶν πύργων δ. ... βέλει I.BI 3.287, cf. 4.75, τῶν ... τόπων τὰ ὑψηλὰ ... δυσέφικτα ... τοῖς ἐπιβουλεύουσι Plu.2.65e.
2 fig. difícil de comprender, de entender χρῆμα ... δ. ἀνθρώπῳ de la naturaleza divina del poder, Ecphant.80.14, de la distribución de los climas, Vett.Val.332.19, cf. 329.28, τὸ δὲ ὑπὲρ ὑμᾶς, ὅσῳ δυσεφικτότερον, τοσούτῳ θαυμασιώτερον y lo que nos supera, cuanto más difícil de comprender, tanto más maravilloso Gr.Naz.M.35.904A, cf. Cyr.Al.M.68.456C
•c. inf. difícil de τὴν ἄλλην πομπὴν λέγειν ἐστὶ δ. Plb.30.25.12, δ. ἐγίνετο διαγνῶναι πότερον ... A.D.Synt.148.7
•neutr. subst. τὸ δ. la dificultad de comprender Phot.Bibl.188a27.
II adv. -ως de manera difícil de comprender ἡμῖν δ. ἔφρασε Didym.Trin.1.18.24.
Greek Monolingual
δυσέφικτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα επιτυγχάνεται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα τον φθάνει κανείς
2. δυσνόητος.
Russian (Dvoretsky)
δυσέφικτος: трудно достижимый, малодоступный (στέφανος Polyb.; τὰ ὑψηλά Plut.): δυσέφικτόν ἐστι ἀπαγγεῖλαι Diod. невозможно пересказать.