δισχιδής: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(9)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[δισχιδής]], -ές)<br />ο σχισμένος στα δύο, [[διχαλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ο χωρισμένος στα δύο<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δισχιδόν]]<br />με διχασμό, με διχαλωτή [[μορφή]].
|mltxt=-ές (AM [[δισχιδής]], -ές)<br />ο σχισμένος στα δύο, [[διχαλωτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. ο χωρισμένος στα δύο<br />II. <b>επίρρ.</b> [[δισχιδόν]]<br />με διχασμό, με διχαλωτή [[μορφή]].
}}
{{elru
|elrutext='''δισχῐδής:''' с раздвоенным (расщепленным) копытом (sc. [[ζῷον]] Arst.): ἡ [[ποδότης]] δ. Arst. парнокопытность.
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισχῐδής Medium diacritics: δισχιδής Low diacritics: δισχιδής Capitals: ΔΙΣΧΙΔΗΣ
Transliteration A: dischidḗs Transliteration B: dischidēs Transliteration C: dischidis Beta Code: disxidh/s

English (LSJ)

ές, (σχίζω)

   A cloven-hoofed, opp. ἀσχιδής, πολυσχιδής, Arist.HA499b9.    2 cloven, ποδότης Id.PA642b29.    3 divided, parted, κόμη Callistr.Stat.7; ὁδός Trag.Adesp.338. Adv. -δῶς Dosith.p.412K.    4 branching, of arteries, etc., Gal.UP16.10, etc.

Greek (Liddell-Scott)

δισχῐδής: -ές, (σχίζω) ὁ εἰς δύο ἐσχισμένον ἔχων τὸν ἄκρον

Spanish (DGE)

(δισχῐδής) -ές
I 1dividido, hendido, partido ποδότης Arist.PA 642b29, ὁδός Trag.Adesp.338, κόμη Callistr.7
fig. (ψεῦδος) διπλοῦν ... καὶ δ. Them.Or.21.259a.
2 de pezuña hendida, patihendido τὰ τετράποδα Arist.HA 499b9.
3 medic. escindido ἀπόφυσις Gal.2.378, cf. 4.324, de un músculo, Gal.18(2).1021.
II adv. -ῶς de manera dividida Dosith.412.16.

Greek Monolingual

-ές (AM δισχιδής, -ές)
ο σχισμένος στα δύο, διχαλωτός
αρχ.
Ι. ο χωρισμένος στα δύο
II. επίρρ. δισχιδόν
με διχασμό, με διχαλωτή μορφή.

Russian (Dvoretsky)

δισχῐδής: с раздвоенным (расщепленным) копытом (sc. ζῷον Arst.): ἡ ποδότης δ. Arst. парнокопытность.