ἐξιδρύω: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξιδρύω]] (Α)<br />[[βάζω]] κάποιον να καθίσει («στῆσόν με κἀξίδρυσον» — σταμάτησε με και [[βάλε]] με να κάτσω, <b>Σοφ.</b>). | |mltxt=[[ἐξιδρύω]] (Α)<br />[[βάζω]] κάποιον να καθίσει («στῆσόν με κἀξίδρυσον» — σταμάτησε με και [[βάλε]] με να κάτσω, <b>Σοφ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξιδρύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -ύσω [ῡ],
A make to sit down, S.OC11:—Med., βίοτον ἐξιδρυσάμην I have settled, E.Fr.884.
German (Pape)
[Seite 881] niedersetzen u. ausruhen lassen, Soph. O. C. 11. – Med., τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην , habe mich abgesondert niedergelassen, Eur. frg. inc. 134.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιδρύω: μέλλ. -ύσω ῡ, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, στῆσόν με κἀξίδρυσον, σταμάτησέ με καὶ βάλε με νὰ καθίσω, Σοφ. Ο. Κ. 11. - Μέσ., τηλοῦ γὰρ οἴκων βίοτον ἐξιδρυσάμην, ἀποκατέστην, Εὐρ. Ἀποσπ. 877.
French (Bailly abrégé)
faire asseoir.
Étymologie: ἐξ, ἱδρύω.
Greek Monolingual
ἐξιδρύω (Α)
βάζω κάποιον να καθίσει («στῆσόν με κἀξίδρυσον» — σταμάτησε με και βάλε με να κάτσω, Σοφ.).
Greek Monotonic
ἐξιδρύω: μέλ. -ύσω [ῡ], βάζω κάποιον να καθίσει, σε Σοφ.