εξεργάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(12) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξεργάζομαι]]) [[εργάζομαι]]<br />[[κατεργάζομαι]], [[δουλεύω]] καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]] («καὶ τὶς βλέποντα σώματ' ἐξεργάζεται;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αγρό) [[καλλιεργώ]]<br /><b>3.</b> (για φυτά) [[περιποιούμαι]]<br /><b>4.</b> (για συγγραφέα) [[επεξεργάζομαι]]<br /><b>5.</b> <b>απόλ.</b> [[πραγματεύομαι]] («τὰ κατ' ἐπιτομήν ἐξειργασμένα», Φιλόδημος)<br /><b>6.</b> [[εκπληρώνω]], [[κατορθώνω]]<br />(«τὸ δ' αὐτὸ | |mltxt=(AM [[ἐξεργάζομαι]]) [[εργάζομαι]]<br />[[κατεργάζομαι]], [[δουλεύω]] καλά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρω]] σε [[πέρας]], [[ολοκληρώνω]] («καὶ τὶς βλέποντα σώματ' ἐξεργάζεται;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για αγρό) [[καλλιεργώ]]<br /><b>3.</b> (για φυτά) [[περιποιούμαι]]<br /><b>4.</b> (για συγγραφέα) [[επεξεργάζομαι]]<br /><b>5.</b> <b>απόλ.</b> [[πραγματεύομαι]] («τὰ κατ' ἐπιτομήν ἐξειργασμένα», Φιλόδημος)<br /><b>6.</b> [[εκπληρώνω]], [[κατορθώνω]]<br />(«τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο καὶ τὴν Θηβαίων συμμαχίαν ἐξειργάζετο», Αισχίν.)<br /><b>7.</b> [[προκαλώ]] («τάραχον ἐξεργάζεται», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>8.</b> [[κατορθώνω]] ώστε να («ἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>9.</b> [[καταστρέφω]] («[[κόρη]] Διώνης Κύπρι, μὴ μ' ἐξεργάσῃ, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>10.</b> [[αδικώ]], [[ζημιώνω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:26, 15 February 2019
Greek Monolingual
(AM ἐξεργάζομαι) εργάζομαι
κατεργάζομαι, δουλεύω καλά
αρχ.
1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ' ἐξεργάζεται;», Ευρ.)
2. (για αγρό) καλλιεργώ
3. (για φυτά) περιποιούμαι
4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι
5. απόλ. πραγματεύομαι («τὰ κατ' ἐπιτομήν ἐξειργασμένα», Φιλόδημος)
6. εκπληρώνω, κατορθώνω
(«τὸ δ' αὐτὸ τοῦτο καὶ τὴν Θηβαίων συμμαχίαν ἐξειργάζετο», Αισχίν.)
7. προκαλώ («τάραχον ἐξεργάζεται», Ξεν.)
8. κατορθώνω ώστε να («ἐξειργάσατο βασιλεὺς προσαγορευθῆναι», Πολ.)
9. καταστρέφω («κόρη Διώνης Κύπρι, μὴ μ' ἐξεργάσῃ, Ευρ.)
10. αδικώ, ζημιώνω.