εννεακόσιοι: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
(12)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[εννιακόσιοι]], -ες, -α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. [[εἰνακόσιοι]], Μ ἐννεακόσιοι και [[ἐνακόσιοι]], -αι, -α)<br />(<b>βλ.</b> [[εννακόσιοι]] και [[ενακόσιοι]])<br />οι [[εννέα]] φορές [[εκατό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εννέα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάτιοι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκατόν</i>) &GT; -<i>κόσιοι</i>, όπου το -<i>ο</i>- [[είναι]] αναλογικά [[προς]] τα -<i>κοντα</i>, -<i>κοστος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τριάκοντα]], [[τριακοστός]]), ενώ το -<i>σ</i>- προήλθε από [[ουράνωση]] και [[μετέπειτα]] συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φυτις</i> &GT; [[φύσις]])].
|mltxt=και [[εννιακόσιοι]], -ες, -α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. [[εἰνακόσιοι]], Μ ἐννεακόσιοι και [[ἐνακόσιοι]], -αι, -α)<br />(<b>βλ.</b> [[εννακόσιοι]] και [[ενακόσιοι]])<br />οι [[εννέα]] φορές [[εκατό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εννέα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάτιοι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εκατόν</i>) > -<i>κόσιοι</i>, όπου το -<i>ο</i>- [[είναι]] αναλογικά [[προς]] τα -<i>κοντα</i>, -<i>κοστος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τριάκοντα]], [[τριακοστός]]), ενώ το -<i>σ</i>- προήλθε από [[ουράνωση]] και [[μετέπειτα]] συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φυτις</i> > [[φύσις]])].
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 January 2019

Greek Monolingual

και εννιακόσιοι, -ες, -α (Α ἐν(ν)ακόσιοι, ιων. τ. εἰνακόσιοι, Μ ἐννεακόσιοι και ἐνακόσιοι, -αι, -α)
(βλ. εννακόσιοι και ενακόσιοι)
οι εννέα φορές εκατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -κάτιοι (πρβλ. εκατόν) > -κόσιοι, όπου το -ο- είναι αναλογικά προς τα -κοντα, -κοστος (πρβλ. τριάκοντα, τριακοστός), ενώ το -σ- προήλθε από ουράνωση και μετέπειτα συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φυτις > φύσις)].