ᾠώδης: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies

Source
(47c)
(4b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[ᾠώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αβγού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σύσταση]] κολλώδη σαν του αβγού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>].
|mltxt=-ες / [[ᾠώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] αβγού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σύσταση]] κολλώδη σαν του αβγού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ᾠώδης:''' <b class="num">1)</b> яйцевидный ([[σκώληξ]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> яичный ([[ὑγρότης]] Arst.)
}}
}}

Revision as of 06:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠώδης Medium diacritics: ᾠώδης Low diacritics: ωώδης Capitals: ΩΩΔΗΣ
Transliteration A: ōiṓdēs Transliteration B: ōōdēs Transliteration C: oodis Beta Code: w)|w/dhs

English (LSJ)

ες,

   A egg-like, ὑγρότης Arist.HA565a23; σκώληξ Id.GA 733b13: oval, φιάλιον ὠιῶ[δες] IG22.1534.46 (iv B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ᾠώδης: -ες, γεν. εος, συνῃρ. ἀντὶ ᾠοειδής· ὑγρότης Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 10, 9· σκώληξ ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 2. 1, 25.

Greek Monolingual

-ες / ᾠώδης, -ῶδες, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει σχήμα αβγού
2. αυτός που έχει σύσταση κολλώδη σαν του αβγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ώδης].

Russian (Dvoretsky)

ᾠώδης: 1) яйцевидный (σκώληξ Arst.);
2) яичный (ὑγρότης Arst.)