αγοραπωλητής: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br />αυτός που αγοράζει και πουλά [[κάτι]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο<br />αυτός που αγοράζει και πουλά [[κάτι]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αγορά]] <span style="color: red;">+</span> [[πωλητής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αγοραπωλησία]], [[αγοραπωλητικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο
αυτός που αγοράζει και πουλά κάτι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγορά + πωλητής.
ΠΑΡ. αγοραπωλησία, αγοραπωλητικός].