ένθεος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
(12) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο και [[ένθους]], -ουν (AM [[ἔνθεος]], -ον και [[ἔνθους]], -ουν)<br />αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό [[μέσα]] του, [[θεόληπτος]], [[θεόπνευστος]], εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους | |mltxt=-η, -ο και [[ένθους]], -ουν (AM [[ἔνθεος]], -ον και [[ἔνθους]], -ουν)<br />αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό [[μέσα]] του, [[θεόληπτος]], [[θεόπνευστος]], εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῖκας», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(συνήθ. το συνηρ. [[ένθους]])<br />[[ενθουσιώδης]], ενθουσιασμένος, [[γεμάτος]] ενθουσιασμό<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[άγιος]], [[ιερός]], [[θείος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[έργο]]) ο εμπνευσμένος από [[θεία]] [[δύναμη]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενθέως</i><br />με τρόπο ένθεο, θεόληπτο, με [[θεία]] [[δύναμη]] ή [[έμπνευση]], με ενθουσιασμό. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:38, 6 February 2024
Greek Monolingual
-η, -ο και ένθους, -ουν (AM ἔνθεος, -ον και ἔνθους, -ουν)
αυτός που κατέχεται από το θείον, σαν να έχει τον θεό μέσα του, θεόληπτος, θεόπνευστος, εμπνευσμένος («παύεσκε μὲν γάρ ἐνθέους γυναῖκας», Σοφ.)
νεοελλ.
(συνήθ. το συνηρ. ένθους)
ενθουσιώδης, ενθουσιασμένος, γεμάτος ενθουσιασμό
αρχ.-μσν.
άγιος, ιερός, θείος
αρχ.
(για έργο) ο εμπνευσμένος από θεία δύναμη.
επίρρ...
ενθέως
με τρόπο ένθεο, θεόληπτο, με θεία δύναμη ή έμπνευση, με ενθουσιασμό.