Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐξαπαλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαπαλλάσσω]] και [[ἐξαπαλλάττω]] (Α)<br />[[απαλλάσσω]] από [[κάτι]] («ὑμᾱς ἐξαπαλλάξαι κακῶν», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[ἐξαπαλλάσσω]] και [[ἐξαπαλλάττω]] (Α)<br />[[απαλλάσσω]] από [[κάτι]] («ὑμᾱς ἐξαπαλλάξαι κακῶν», <b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαπαλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[ελευθερώνω]] από, [[απαλλάσσω]] από, <i>κακῶν</i>, σε Ευρ. — Παθ., απαλλάσσομαι από, [[ξεφεύγω]], αποδρώ από, σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαπαλλάσσω Medium diacritics: ἐξαπαλλάσσω Low diacritics: εξαπαλλάσσω Capitals: ΕΞΑΠΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: exapallássō Transliteration B: exapallassō Transliteration C: eksapallasso Beta Code: e)capalla/ssw

English (LSJ)

Att. ἐξαπαλλάττω,

   A set free from, remove from, τινὰ κακῶν E.IA1004; (sc. ἑαυτόν) ταλαίνης ζόης Id.Hec.1108:—Pass., get rid of, escape from, κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Hdt.5.4; ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται S.El.1002; τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῆναι escape from his own words, Th.4.28.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπαλλάσσω: Ἀττ. -ττω, ἀπαλλάσσω ἔκ τινος, ὑμᾶς ἐξαπαλλάξαι κακῶν Εὐρ. Ι. Α. 1004· ταλαίνης ἐξαπαλλάξει ζόης ὁ αὐτ. ἐν Ἑκάβῃ 1108, ἔνθα ἐξυπακουστέον: ἑαυτόν: - Παθ., ἀπαλλάσσομαι ἔκ τινος, κακῶν ἐξαπαλλαχθεὶς Ἡρόδ. 5. 4· τίς... ἄλυτος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; Σοφ. Ἠλ. 1002 (ἔνθα τὸ ἄτης ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἄλυπος)· οὐκ ἔχων ὅπως τῶν εἰρημένων ἐξαπαλλαγῇ, ὑφίσταται τὸν πλοῦν, μὴ δυνάμενος πλέον ν’ ἀπαλλαγῇ τῆς ὑποσχέσεως, ἐδέχθη τὸν πλοῦν, Θουκ. 4, 28· Κλέωνος ἀπαλλαγήσεσθαι αὐτόθι περὶ τὸ τέλος.

French (Bailly abrégé)

v. ἐξαπαλλάττω.
Étymologie: ἐξ, ἀπαλλάσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττω
1 librar de c. ac. de pers. y gen. separat. ὑμᾶς ἐξαπαλλάξαι κακῶν E.IA 1004.
2 intr., gener. en v. med.-pas. librarse de, escaparse de c. gen. separat. κακῶν ἐξαπαλλαχθείς Hdt.5.4, τίς ... ἄλυπος ἄτης ἐξαπαλλαχθήσεται; ¿quién se escapará indemne de la desgracia? S.El.1002, ταλαίνης ἐξαπαλλάξαι ζόης E.Hec.1108
fig. οὐκ ἔχων ὅπως τῶν εἰρημένων ... ἐξαπαλλαγῇ no pudiendo volverse atrás de lo que había ofrecido Th.4.28.

Greek Monolingual

ἐξαπαλλάσσω και ἐξαπαλλάττω (Α)
απαλλάσσω από κάτι («ὑμᾱς ἐξαπαλλάξαι κακῶν», Ευρ.).

Greek Monotonic

ἐξαπαλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ελευθερώνω από, απαλλάσσω από, κακῶν, σε Ευρ. — Παθ., απαλλάσσομαι από, ξεφεύγω, αποδρώ από, σε Ηρόδ., Θουκ.