ἐπιθυμόδειπνος: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιθυμόδειπνος]], -ον (Α)<br />αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε δείπνα, ο [[πρόθυμος]] για δείπνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιθυμώ]] <span style="color: red;">+</span> [[δείπνος]]]. | |mltxt=[[ἐπιθυμόδειπνος]], -ον (Α)<br />αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε δείπνα, ο [[πρόθυμος]] για δείπνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιθυμώ]] <span style="color: red;">+</span> [[δείπνος]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιθῡμόδειπνος:''' ирон. у которого только обед на уме Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A eager for dinner, Plu.2.726a.
German (Pape)
[Seite 944] nach der Mahlzeit verlangend, nach Plut. Symp. 8, 6, 1 οἱ ὀψὲ παραγινόμενοι ἐπὶ δεῖπνον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui désire souper.
Étymologie: ἐπιθυμέω, δεῖπνον.
Greek Monolingual
ἐπιθυμόδειπνος, -ον (Α)
αυτός που του αρέσει να παρακάθεται σε δείπνα, ο πρόθυμος για δείπνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ + δείπνος].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθῡμόδειπνος: ирон. у которого только обед на уме Plut.