ἐρύγμηλος: Difference between revisions
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρύγμηλος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο του ταύρου που προέρχεται από <i>ερυγμή</i> [[ερεύγομαι]] (II)] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλο]]. | |mltxt=[[ἐρύγμηλος]], -η, -ον (Α)<br />αυτός που μουγκρίζει [[δυνατά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο του ταύρου που προέρχεται από <i>ερυγμή</i> [[ερεύγομαι]] (II)] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρύγμηλος:''' -η, -ον (ἐρῠγεῖν), αυτός που βρυχάται [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον, (ἐρῠγεῖν)
A loud-bellowing, ταῦρος Il.18.580. II ἐρυγμήλη, ἐπίθετον ῥαφανίου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς, EM379.27, cf.Hsch. (ἐρυγηλή cod.).
German (Pape)
[Seite 1035] (ἐρυγεῖν), 1) laut brüllend, ταῦρος Il. 18, 580. – 21 Aufstoßen verursachend, ἐρυγμήλη, Beiwort des Rettigs, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρύγμηλος: -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ ἐρίμυκος. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. (ἔνθα ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui mugit, mugissant.
Étymologie: DELG ἐρεύγομαι.
English (Autenrieth)
(ἐρυγεῖν): bellowing, Il. 18.580†.
Greek Monolingual
ἐρύγμηλος, -η, -ον (Α)
αυτός που μουγκρίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο του ταύρου που προέρχεται από ερυγμή ερεύγομαι (II)] + επίθημα -ηλο]].
Greek Monotonic
ἐρύγμηλος: -η, -ον (ἐρῠγεῖν), αυτός που βρυχάται δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.