ἐπώμοτος: Difference between revisions
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπώμοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βεβαιώνει [[κάτι]] με όρκο («οὐκ [[ἐπώμοτος]] λέγων δάκαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῑ ταύτην ἄγειν;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]] τών όρκων, όρκιος («Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον» — έχοντας τον Δία ως μάρτυρα του όρκου μου, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> - <i>ομοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όμνυμι</i>. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | |mltxt=[[ἐπώμοτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που βεβαιώνει [[κάτι]] με όρκο («οὐκ [[ἐπώμοτος]] λέγων δάκαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῑ ταύτην ἄγειν;», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μάρτυρας]] τών όρκων, όρκιος («Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον» — έχοντας τον Δία ως μάρτυρα του όρκου μου, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> - <i>ομοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όμνυμι</i>. Το <i>ω</i> λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπώμοτος:''' -ον ([[ἐπόμνυμι]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ένορκος]], ορκισμένος, αυτός που τελεί υπό όρκο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ένορκος]] [[μάρτυρας]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A on oath, sworn, ἐ. λέγων S.Tr.427 ; cf. ἐνώμοτος. II Pass., witness of oaths, like ὅρκιος, Ζῆν' ἔχων ἐπώμοτον ib.1188.
German (Pape)
[Seite 1015] vereidigt, bei einem Gotte schwörend, ἐπώμοτος λέγων, eidlich versichernd, Soph. Tr. 427. – Auch Zeus selbst, ἐπώμοτος, bei dem man schwört, ὄμνυμ' ἔγωγε Ζῆν' ἔχων ἐπώμοτον Soph. Tr. 1178, wo der Schol. ὅρκιος erkl., = Ζῆν' ἐπομόσας.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπώμοτος: -ον, (ἐπόμνυμι), ὡρκισμένος, οὕνεχ’ ὅρκων οἷσιν ἦν ἐπώμοτος (διάφ. γρ. ἐνώμοτος) Σοφ. Αἴ. 1113 οὐκ ἐπώμοτος λέγων δάμαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῖ ταύτην ἄγειν; ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 427, πρβλ. ἐνώμοτος. ΙΙ. Παθ., μάρτυς τῶν ὅρκων, ὡς τὸ ὅρκιος, Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον, «τουτέστι τοῦ ὅρκου ἐγγυητὴν» (Σουΐδ.), Σοφ. Τραχ. 1188.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui jure par, lié par serment;
2 attesté par serment.
Étymologie: ἐπόμνυμι.
Greek Monolingual
ἐπώμοτος, -ον (Α)
1. αυτός που βεβαιώνει κάτι με όρκο («οὐκ ἐπώμοτος λέγων δάκαρτ’ ἔφασκες Ἡρακλεῑ ταύτην ἄγειν;», Σοφ.)
2. μάρτυρας τών όρκων, όρκιος («Ζῆν’ ἔχων ἐπώμοτον» — έχοντας τον Δία ως μάρτυρα του όρκου μου, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + - ομοτος (< όμνυμι. Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
ἐπώμοτος: -ον (ἐπόμνυμι),·
I. ένορκος, ορκισμένος, αυτός που τελεί υπό όρκο, σε Σοφ.
II. Παθ., ένορκος μάρτυρας, στον ίδ.