επιτυχής: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιτυχής]])<br /><b>1.</b> [[εύστοχος]], [[αποτελεσματικός]] (α. «[[επιτυχής]] [[βολή]], [[εκλογή]]» κ.λπ.<br />β. «επιτυχείς αγώνες»)<br /><b>2.</b> αυτός που έγινε καλά, ο [[σύμφωνος]] ή [[ανάλογος]] με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να [[είναι]] (α. «[[επιτυχής]] [[συμφωνία]]» β. «επιτυχείς απαντήσεις» γ. «τὴν δόξαν ἐπιτυχῇ τῶν καιρῶν ἔχοντας», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να προσβληθεί εύκολα και με [[επιτυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτυχώς</i> (AM ἐπιτυχῶς)<br />με [[επιτυχία]], εύστοχα, πετυχημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i>. Το β’ συνθετικό -<i>τυχής</i> εμφανίζει το θ. <i>τυχ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έτυχ</i>-<i>ον</i>, <i>τύχ</i>-<i>η</i>) και απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>τυχής</i>, <i>δυσ</i>-<i>τυχής</i>)].
|mltxt=-ές (AM [[ἐπιτυχής]])<br /><b>1.</b> [[εύστοχος]], [[αποτελεσματικός]] (α. «[[επιτυχής]] [[βολή]], [[εκλογή]]» κ.λπ.<br />β. «επιτυχείς αγώνες»)<br /><b>2.</b> αυτός που έγινε καλά, ο [[σύμφωνος]] ή [[ανάλογος]] με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να [[είναι]] (α. «[[επιτυχής]] [[συμφωνία]]» β. «επιτυχείς απαντήσεις» γ. «τὴν δόξαν ἐπιτυχῇ τῶν καιρῶν ἔχοντας», Ισοκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να προσβληθεί εύκολα και με [[επιτυχία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτυχώς</i> (AM ἐπιτυχῶς)<br />με [[επιτυχία]], εύστοχα, πετυχημένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i>. Το β’ συνθετικό -<i>τυχής</i> εμφανίζει το θ. <i>τυχ</i>- ([[πρβλ]]. <i>έτυχ</i>-<i>ον</i>, <i>τύχ</i>-<i>η</i>) και απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>τυχής</i>, <i>δυσ</i>-<i>τυχής</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (AM ἐπιτυχής)
1. εύστοχος, αποτελεσματικός (α. «επιτυχής βολή, εκλογή» κ.λπ.
β. «επιτυχείς αγώνες»)
2. αυτός που έγινε καλά, ο σύμφωνος ή ανάλογος με τον επιδιωκόμενο σκοπό, αυτός που αρμόζει, που επιβάλλεται να είναι (α. «επιτυχής συμφωνία» β. «επιτυχείς απαντήσεις» γ. «τὴν δόξαν ἐπιτυχῇ τῶν καιρῶν ἔχοντας», Ισοκρ.)
αρχ.
αυτός που μπορεί να προσβληθεί εύκολα και με επιτυχία.
επίρρ...
επιτυχώς (AM ἐπιτυχῶς)
με επιτυχία, εύστοχα, πετυχημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -τυχής. Το β’ συνθετικό -τυχής εμφανίζει το θ. τυχ- (πρβλ. έτυχ-ον, τύχ-η) και απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ευ-τυχής, δυσ-τυχής)].