Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐριθάκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριθάκη]], ἡ (Α)<br />[[ουσία]] που παράγεται από τις μέλισσες για τη δική τους [[τροφή]], διαφορετική από το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[έριθος]]. Σημασιολογικά παρουσιάζει [[πρόβλημα]], [[διότι]] δεν [[είναι]] σαφές αν σημαίνει μόνο την [[τροφή]] τών [[μελισσών]] ή και την [[ουσία]] που παρασκευάζουν οι μέλισσες για να καλύπτουν τις τρύπες τών κυψελών τους].
|mltxt=[[ἐριθάκη]], ἡ (Α)<br />[[ουσία]] που παράγεται από τις μέλισσες για τη δική τους [[τροφή]], διαφορετική από το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. [[έριθος]]. Σημασιολογικά παρουσιάζει [[πρόβλημα]], [[διότι]] δεν [[είναι]] σαφές αν σημαίνει μόνο την [[τροφή]] τών [[μελισσών]] ή και την [[ουσία]] που παρασκευάζουν οι μέλισσες για να καλύπτουν τις τρύπες τών κυψελών τους].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐριθάκη:''' ἡ перга (цветочная пыльца, переработанная для питания молодых пчел) Arst.
}}
}}

Revision as of 06:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριθάκη Medium diacritics: ἐριθάκη Low diacritics: εριθάκη Capitals: ΕΡΙΘΑΚΗ
Transliteration A: erithákē Transliteration B: erithakē Transliteration C: erithaki Beta Code: e)riqa/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A bee-bread, Arist.HA554a17, 627a22, Varr.RR3.16, Plin. HN11.17.    2 soft parts of crustaceans, entrails of pigs, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1028] ἡ, das sogenannte Bienenbrot, Arist. H. A. 5, 22. 9, 40; Bienenharz, Varr. R. R. 3, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριθάκη: ἡ, ἡ τροφὴ τῶν μελισσῶν, ἣν πλὴν τοῦ μέλιτος παρασκευάζουσι πρὸς ἰδίαν χρῆσιν· εἶναι δὲ στερεωτέρα τοῦ μέλιτος καὶ οὐχὶ ὅσον αὐτὸ ῥευστή· δὲν πρέπει δὲ νὰ συγχέηται πρὸς τὴν κηρήθραν, ἥτις ὠνομάζετο παρὰ τοῖς ἀρχαίοις μελίκηρον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 9, πρβλ. 9. 40· ἡ ἐριθάκη καλεῖται προσέτι κήρινθος καὶ σανδαράχη. - Πρβλ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἐριθάκη, ἡ (Α)
ουσία που παράγεται από τις μέλισσες για τη δική τους τροφή, διαφορετική από το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. έριθος. Σημασιολογικά παρουσιάζει πρόβλημα, διότι δεν είναι σαφές αν σημαίνει μόνο την τροφή τών μελισσών ή και την ουσία που παρασκευάζουν οι μέλισσες για να καλύπτουν τις τρύπες τών κυψελών τους].

Russian (Dvoretsky)

ἐριθάκη: ἡ перга (цветочная пыльца, переработанная для питания молодых пчел) Arst.