εὔβοτρυς: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μέγιστοι τοῖς φρονοῦσιν οἱ γονεῖς → Numen parentes maximum prudentibus → Die rößten Götter sind die Eltern dem, der klug
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔβοτρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που έχει άφθονα σταφύλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βότρυς]]. | |mltxt=[[εὔβοτρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που έχει άφθονα σταφύλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[βότρυς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔβοτρυς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i>, [[άφθονος]] σε [[πολλά]] και [[καλά]] σταφύλια, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:14, 30 December 2018
English (LSJ)
υ, gen. υος,
A rich in grapes, S.Ph.548, AP9.668.9 (Marian.): εὐβότρυος, ον, f.l. in Anacreont.4.17.
German (Pape)
[Seite 1058] υος, traubenreich, mit schönen Trauben, Πεπάρηθος Soph. Phil. 544; sp. D., wie Nonn. D. 17, 82.
Greek (Liddell-Scott)
εὔβοτρυς: υ, γεν. -υος, ἔχων ἀφθόνους σταφυλάς, Σοφ. Φιλ. 548, Ἀνθ. Π. 9, 668· εὐβότρυος, ον, ἐν Ἀνακρεοντ. 4. 17.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
aux belles grappes de raisin.
Étymologie: εὖ, βότρυς.
Greek Monolingual
εὔβοτρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει άφθονα σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βότρυς.
Greek Monotonic
εὔβοτρυς: -υ, γεν. -υος, άφθονος σε πολλά και καλά σταφύλια, σε Σοφ.