εὔβοτρυς
From LSJ
English (LSJ)
υ, gen. υος, rich in grapes, S.Ph.548, AP9.668.9 (Marian.): εὐβότρυος, ον, f.l. in Anacreont.4.17.
German (Pape)
[Seite 1058] υος, traubenreich, mit schönen Trauben, Πεπάρηθος Soph. Phil. 544; sp. D., wie Nonn. D. 17, 82.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. υος;
aux belles grappes de raisin.
Étymologie: εὖ, βότρυς.
Russian (Dvoretsky)
εὔβοτρυς: υ, gen. υος обильный виноградными гроздьями (Πεπάρηθος Soph.; καρπός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔβοτρυς: υ, γεν. -υος, ἔχων ἀφθόνους σταφυλάς, Σοφ. Φιλ. 548, Ἀνθ. Π. 9, 668· εὐβότρυος, ον, ἐν Ἀνακρεοντ. 4. 17.
Greek Monolingual
εὔβοτρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει άφθονα σταφύλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βότρυς.
Greek Monotonic
εὔβοτρυς: -υ, γεν. -υος, άφθονος σε πολλά και καλά σταφύλια, σε Σοφ.
Middle Liddell
rich in grapes, Soph.