αδεισιδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-ονος), -ον (Α [[ἀδεισιδαίμων]])<br />αυτός που δεν κατέχεται από [[δεισιδαιμονία]], ο [[ελεύθερος]] από δεισιδαιμονίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> [[δεισιδαίμων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδεισιδαιμονία]]].
|mltxt=(-ονος), -ον (Α [[ἀδεισιδαίμων]])<br />αυτός που δεν κατέχεται από [[δεισιδαιμονία]], ο [[ελεύθερος]] από δεισιδαιμονίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητικό <span style="color: red;">+</span> [[δεισιδαίμων]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδεισιδαιμονία]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 29 December 2020

Greek Monolingual

(-ονος), -ον (Α ἀδεισιδαίμων)
αυτός που δεν κατέχεται από δεισιδαιμονία, ο ελεύθερος από δεισιδαιμονίες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητικό + δεισιδαίμων.
ΠΑΡ. αδεισιδαιμονία].