αιγόθριξ: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-τριχος), ο, η<br />ο [[αιγότριχος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(-τριχος), ο, η<br />ο [[αιγότριχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἴξ</i>-<i>γὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[θρίξ]]- η λ. πλάστηκε από τον συγγραφέα Νικόλαο Δραγούμη ως [[επίθετο]] της λ. [[επενδύτης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
(-τριχος), ο, η
ο αιγότριχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴξ-γὸς + θρίξ- η λ. πλάστηκε από τον συγγραφέα Νικόλαο Δραγούμη ως επίθετο της λ. επενδύτης].