εὐηνορία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐηνορία]], δωρ. τ. [[εὐανορία]], ἡ (Α) [[ευήνωρ]]<br />η [[ανδρεία]], η [[γενναιότητα]]. | |mltxt=[[εὐηνορία]], δωρ. τ. [[εὐανορία]], ἡ (Α) [[ευήνωρ]]<br />η [[ανδρεία]], η [[γενναιότητα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐηνορία:''' ἡ, [[γενναιότητα]], [[ανδρεία]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. εὐ-ᾱνορία, ἡ, (εὐήνωρ)
A manliness, E.HF407 (lyr.): pl., Pi.O.5.20.
German (Pape)
[Seite 1067] ἡ, Mannhaftigkeit, Eur. Herc. Für. 406, in dor. Form, wie Pind. Ol. 5, 20, im plur.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηνορία: ἡ, (εὐήνωρ) ἡ τοῦ ἀνδρὸς ἀρετή, ἀνδρεία, γενναιότης, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 407· οὕτως ὁ Πίνδ. ἐν Ο. 5. 21, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
εὐηνορία, δωρ. τ. εὐανορία, ἡ (Α) ευήνωρ
η ανδρεία, η γενναιότητα.
Greek Monotonic
εὐηνορία: ἡ, γενναιότητα, ανδρεία, σε Ευρ.