εὔχιλος: Difference between revisions

From LSJ

Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag

Menander, Monostichoi, 459
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔχιλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλούσια [[χλόη]], άφθονο [[χορτάρι]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και [[κυρίως]] άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χιλός]] «[[φρέσκο]] [[χόρτο]]»].
|mltxt=[[εὔχιλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλούσια [[χλόη]], άφθονο [[χορτάρι]]<br /><b>2.</b> (για ζώα και [[κυρίως]] άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χιλός]] «[[φρέσκο]] [[χόρτο]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔχῑλος:''' -ον, λέγεται για [[άλογο]], αυτό που τρέφεται [[καλά]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχῑλος Medium diacritics: εὔχιλος Low diacritics: εύχιλος Capitals: ΕΥΧΙΛΟΣ
Transliteration A: eúchilos Transliteration B: euchilos Transliteration C: eychilos Beta Code: eu)/xilos

English (LSJ)

ον,

   A rich in fodder, κάπη Lyc.95.    II of a horse, feeding well, X.Eq.1.12 (Comp.), cf. Arist.PA675b15 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1109] futterreich, κάπη Lycophr. 95; γῆ Poll. 7, 184. Aber ἵππος = ein Pferd, das gut frißt, viel Futter braucht, Xen. de re equ. 1, 12; ζῷα Arist. gen. anim. 3, 24, im comparat. εὐχιλότερα.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχῑλος: -ον, ἔχων ἄφθονον χόρτον πρὸς τροφὴν ζῴων, κάπη Λυκόφρ. 95. II. ἐπὶ ἵππου, καλῶς τρεφόμενος, Ξεν. Ἱππ. 1. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21, πρβλ. εὔχειλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en fourrage;
2 bien nourri.
Étymologie: εὖ, χιλός.

Greek Monolingual

εὔχιλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει πλούσια χλόη, άφθονο χορτάρι
2. (για ζώα και κυρίως άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χιλός «φρέσκο χόρτο»].

Greek Monotonic

εὔχῑλος: -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που τρέφεται καλά, σε Ξεν.