θεηκόλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
(16)
(2b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεηκόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ιερέας]], [[θεοκόλος]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[θεηκόλος]] (ή [[θεοκόλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>κολος</i> αναλογικά [[προς]] το <i>βoυ</i>-[[κόλος]], ενώ ο αναμενόμενος τ. [[είναι]] <i>θεη</i>-[[πόλος]] (ή <i>θεο</i>-[[πόλος]] ή <i>θειο</i>-[[πόλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[τριγυρνώ]], περιφέρομαι» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αι</i>-[[πόλος]], [[αμφί]]-<i>πολος</i>)].
|mltxt=[[θεηκόλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ιερέας]], [[θεοκόλος]]<br /><b>2.</b> [[μέλος]] παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[θεηκόλος]] (ή [[θεοκόλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>κολος</i> αναλογικά [[προς]] το <i>βoυ</i>-[[κόλος]], ενώ ο αναμενόμενος τ. [[είναι]] <i>θεη</i>-[[πόλος]] (ή <i>θεο</i>-[[πόλος]] ή <i>θειο</i>-[[πόλος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>θεη</i>- (<b>βλ.</b> <i>θεο</i>-) <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] που ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- «[[τριγυρνώ]], περιφέρομαι» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αι</i>-[[πόλος]], [[αμφί]]-<i>πολος</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''θεηκόλος:''' ὁ жрец (Luc. - v. l. [[θεοπρόπος]]).
}}
}}

Revision as of 21:44, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1191] ὁ, Priester, Paus. 5, 15, 10; als v. l. Luc. Alex. 41.

Greek (Liddell-Scott)

θεηκόλος: -ον, = θεοκόλος, ἱερεύς, Παυσ. 5. 15, 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 344, 1738.

Greek Monolingual

θεηκόλος, -ον (Α)
1. ιερέας, θεοκόλος
2. μέλος παιδικής εκκλησιαστικής χορωδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θεηκόλοςθεοκόλος) < θεη- (βλ. θεο-) + -κολος αναλογικά προς το βoυ-κόλος, ενώ ο αναμενόμενος τ. είναι θεη-πόλοςθεο-πόλος ή θειο-πόλος) < θεη- (βλ. θεο-) + -πολος < πέλω / πέλομαι που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kwel- «τριγυρνώ, περιφέρομαι» (πρβλ. αι-πόλος, αμφί-πολος)].

Russian (Dvoretsky)

θεηκόλος: ὁ жрец (Luc. - v. l. θεοπρόπος).