ζηλοδοτήρ: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
(4) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζηλοδοτήρ]], -ῆρος, ό (Α)<br />αυτός που διεγείρει τον ζήλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζήλος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[δοτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]. | |mltxt=[[ζηλοδοτήρ]], -ῆρος, ό (Α)<br />αυτός που διεγείρει τον ζήλο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζήλος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[δοτήρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζηλοδοτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που χαρίζει [[ευδαιμονία]], [[ευτυχία]], [[μακαριότητα]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 1138] ῆρος, ὁ, heißt Dionysus, Anth. IX, 524, 7, der Leidenschaft od. edles Streben erweckt.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, πάροχος εὐδαιμονίας, μακαριότητος, κατ’ ἄλλους, ὁ ἐμβάλλων εὐγενῆ ὁρμήν, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524, 7.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
qui procure des biens enviables (Bacchus).
Étymologie: ζῆλος, δοτήρ.
Greek Monolingual
ζηλοδοτήρ, -ῆρος, ό (Α)
αυτός που διεγείρει τον ζήλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος (Ι) + δοτήρ (< δίδωμι.
Greek Monotonic
ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που χαρίζει ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα, σε Ανθ.