εργαλείο: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM ἐργαλεῑον<br />Α και ιων. τ. ἐργαλήιον)<br />όργανο το οποίο χειρίζεται [[κανείς]] για την [[εκτέλεση]] κάποιας τεχνικής εργασίας.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απαραίτητο [[μέσο]] για [[μελέτη]], [[σπουδή]] κ.λπ. («τα εργαλεία της μελέτης, της ειδικότητας»)<br /><b>2.</b> το [[πέος]]<br /><b>μσν.</b><br />πολεμική [[μηχανή]], πολιορκητικό [[μηχάνημα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[κίνητρο]] που ωθεί σε μια [[ενέργεια]] («κακίας [[ὡσανεὶ]] ἐργαλεῑόν ἐστιν ἡ [[φιλαργυρία]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fέργαλον</i> με [[παρέκταση]] -<i>αλ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έτ</i>-<i>αλ</i>-<i>ον</i>). Οι τ. εμφανίζουν ένα δυσερμήνευτο θ. <i>εργα</i>-].
|mltxt=το (AM ἐργαλεῑον<br />Α και ιων. τ. ἐργαλήιον)<br />όργανο το οποίο χειρίζεται [[κανείς]] για την [[εκτέλεση]] κάποιας τεχνικής εργασίας.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απαραίτητο [[μέσο]] για [[μελέτη]], [[σπουδή]] κ.λπ. («τα εργαλεία της μελέτης, της ειδικότητας»)<br /><b>2.</b> το [[πέος]]<br /><b>μσν.</b><br />πολεμική [[μηχανή]], πολιορκητικό [[μηχάνημα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[κίνητρο]] που ωθεί σε μια [[ενέργεια]] («κακίας [[ὡσανεὶ]] ἐργαλεῑόν ἐστιν ἡ [[φιλαργυρία]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fέργαλον</i> με [[παρέκταση]] -<i>αλ</i> ([[πρβλ]]. <i>έτ</i>-<i>αλ</i>-<i>ον</i>). Οι τ. εμφανίζουν ένα δυσερμήνευτο θ. <i>εργα</i>-].
}}
}}

Revision as of 08:48, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM ἐργαλεῑον
Α και ιων. τ. ἐργαλήιον)
όργανο το οποίο χειρίζεται κανείς για την εκτέλεση κάποιας τεχνικής εργασίας.
νεοελλ.
1. απαραίτητο μέσο για μελέτη, σπουδή κ.λπ. («τα εργαλεία της μελέτης, της ειδικότητας»)
2. το πέος
μσν.
πολεμική μηχανή, πολιορκητικό μηχάνημα
αρχ.-μσν.
1. το κίνητρο που ωθεί σε μια ενέργεια («κακίας ὡσανεὶ ἐργαλεῑόν ἐστιν ἡ φιλαργυρία», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Fέργαλον με παρέκταση -αλ (πρβλ. έτ-αλ-ον). Οι τ. εμφανίζουν ένα δυσερμήνευτο θ. εργα-].