θρήνημα: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θρήνημα]], τὸ (Α) [[θρηνώ]]<br />ο [[θρήνος]], ο [[οδυρμός]], το [[μοιρολόι]].
|mltxt=[[θρήνημα]], τὸ (Α) [[θρηνώ]]<br />ο [[θρήνος]], ο [[οδυρμός]], το [[μοιρολόι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρήνημα:''' -ατος, τό, [[θρήνος]], [[κλάμα]], [[οδυρμός]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρήνημα Medium diacritics: θρήνημα Low diacritics: θρήνημα Capitals: ΘΡΗΝΗΜΑ
Transliteration A: thrḗnēma Transliteration B: thrēnēma Transliteration C: thrinima Beta Code: qrh/nhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A lament, dirge, E.Or.132, Hel.174 (lyr.), etc.

German (Pape)

[Seite 1217] τό, Wehklage, Eur. Hel. 173 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

θρήνημα: τό, θρῆνος, ὀδυρμός, Εὐρ. Ὀρ. 132, Ἑλ. 174, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lamentation, chant plaintif.
Étymologie: θρηνέω.

Greek Monolingual

θρήνημα, τὸ (Α) θρηνώ
ο θρήνος, ο οδυρμός, το μοιρολόι.

Greek Monotonic

θρήνημα: -ατος, τό, θρήνος, κλάμα, οδυρμός, σε Ευρ.