θηρίωσις: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θηρίωσις]], ἡ (Α) [[θηριώ]]<br />[[μεταβολή]] σε [[θηρίο]], [[μεταμόρφωση]] σε [[θηρίο]]. | |mltxt=[[θηρίωσις]], ἡ (Α) [[θηριώ]]<br />[[μεταβολή]] σε [[θηρίο]], [[μεταμόρφωση]] σε [[θηρίο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θηρίωσις:''' -εως, ἡ ([[θηριόω]]), η [[μετατροπή]] σε [[θηρίο]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A turning into a beast, Luc. Salt.48.
German (Pape)
[Seite 1210] ἡ, Verwandlung in ein Thier, Luc. salt. 48.
Greek (Liddell-Scott)
θηρίωσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς θηρίον μεταβολή, Λουκ. Ὀρχ. 48. ΙΙ. ἀγριότης, τὸ κτηνῶδες, Γρηγ. Νύσσ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
métamorphose en bête sauvage.
Étymologie: θηρίον.
Greek Monolingual
θηρίωσις, ἡ (Α) θηριώ
μεταβολή σε θηρίο, μεταμόρφωση σε θηρίο.