θουραίος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
(17)
 
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θουραῑος, -αία, -ον (Α) [[θούρος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[βίαιος]], [[ορμητικός]], [[ασελγής]], [[λάγνος]].
|mltxt=θουραῖος, -αία, -ον (Α) [[θούρος]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[βίαιος]], [[ορμητικός]], [[ασελγής]], [[λάγνος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:48, 28 March 2021

Greek Monolingual

θουραῖος, -αία, -ον (Α) θούρος
(κατά τον Ησύχ.) βίαιος, ορμητικός, ασελγής, λάγνος.