ιζηματογένεση: Difference between revisions

From LSJ

μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>γεωλ.</b> διεργασία απόθεσης ενός στερεού υλικού που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] αιώρησης ή διάλυσης [[μέσα]] σε ένα ρευστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>sedimentation</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sediment</i> «[[ίζημα]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>sedimentum</i> «[[καθίζηση]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>sedeo</i> «[[κάθομαι]]»].
|mltxt=η<br /><b>γεωλ.</b> διεργασία απόθεσης ενός στερεού υλικού που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] αιώρησης ή διάλυσης [[μέσα]] σε ένα ρευστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>sedimentation</i> <span style="color: red;"><</span> <i>sediment</i> «[[ίζημα]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>sedimentum</i> «[[καθίζηση]]» <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>sedeo</i> «[[κάθομαι]]»].
}}
}}

Latest revision as of 10:04, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
γεωλ. διεργασία απόθεσης ενός στερεού υλικού που βρίσκεται σε κατάσταση αιώρησης ή διάλυσης μέσα σε ένα ρευστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sedimentation < sediment «ίζημα» < λατ. sedimentum «καθίζηση» < λατ. sedeo «κάθομαι»].