καιετάεις: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
(18) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καιετάεις]], -εσσα, -εν (Α) [[καιετός]]<br />ο [[γεμάτος]] χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>). | |mltxt=[[καιετάεις]], -εσσα, -εν (Α) [[καιετός]]<br />ο [[γεμάτος]] χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», <b>Ομ. Οδ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καιετάεις:''' εσσα, εν Hom. v. l. = [[κητώεις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
καιέτας, καιετός, v. sub καιάδας.
German (Pape)
[Seite 1294] εσσα, εν (vgl. καιάδας, καίατα), reich an Erdschlünden; so las Zenodot. für κητώεσσα (w. m. s.), vgl. Buttm. Lexil. II p. 95. Bei Callim. frg. 224 Beiw. des Eurotas, durch καλαμινθώδης erkl.
Greek (Liddell-Scott)
καιετάεις: καιέτας, καιετός, ἴδε ἐν λ. καιάδας.
French (Bailly abrégé)
άεσσα, άεν;
aux vallées profondes.
Étymologie: cf. καιάδας.
Greek Monolingual
καιετάεις, -εσσα, -εν (Α) καιετός
ο γεμάτος χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», Ομ. Οδ.).
Russian (Dvoretsky)
καιετάεις: εσσα, εν Hom. v. l. = κητώεις.