ιτάω: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἰτάω, απρμφ. παρακμ. ἰτάκειν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πηγαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ρ. που σχηματίστηκε για να ερμηνευθεί η [[προέλευση]] του ρηματ. επιθ. [[ἰτητέον]] «[[πρέπει]] να [[πάει]]» και προέρχεται πιθ. από τον τ. [[ἴτης]] και κατάλ. -<i>τάω</i> ( | |mltxt=ἰτάω, απρμφ. παρακμ. ἰτάκειν (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πηγαίνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ρ. που σχηματίστηκε για να ερμηνευθεί η [[προέλευση]] του ρηματ. επιθ. [[ἰτητέον]] «[[πρέπει]] να [[πάει]]» και προέρχεται πιθ. από τον τ. [[ἴτης]] και κατάλ. -<i>τάω</i> ([[πρβλ]]. <i>οπ</i>-<i>τάω</i>, -<i>ώ</i>)]. | ||
}} | }} |