ισοφαρίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[ἰσοφαρίζω]])<br /><b>1.</b> [[εξισώνω]] ποσοτικά [[κάτι]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]], [[αντισταθμίζω]] («[[ισοφαρίζω]] τα έξοδά μου [[προς]] τα έσοδα»)<br /><b>2.</b> εξισώνομαι, [[γίνομαι]] [[ίσος]] ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αθλ.)</b> [[επιτυγχάνω]] το ίδιο [[αποτέλεσμα]] στη [[διάρκεια]] αθλητικού αγώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσο</i>-<i>φορίζω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσο</i>-[[φόρος]]<br />το <i>α</i> του τ. παραμένει ανερμήνευτο, παρ' όλο που εμφανίζεται στην [[οικογένεια]] του [[φέρω]] ( | |mltxt=(ΑΜ [[ἰσοφαρίζω]])<br /><b>1.</b> [[εξισώνω]] ποσοτικά [[κάτι]] [[προς]] [[κάτι]] [[άλλο]], [[αντισταθμίζω]] («[[ισοφαρίζω]] τα έξοδά μου [[προς]] τα έσοδα»)<br /><b>2.</b> εξισώνομαι, [[γίνομαι]] [[ίσος]] ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(αθλ.)</b> [[επιτυγχάνω]] το ίδιο [[αποτέλεσμα]] στη [[διάρκεια]] αθλητικού αγώνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσο</i>-<i>φορίζω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσο</i>-[[φόρος]]<br />το <i>α</i> του τ. παραμένει ανερμήνευτο, παρ' όλο που εμφανίζεται στην [[οικογένεια]] του [[φέρω]] ([[πρβλ]]. [[φαρέτρα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰσοφαρίζω)
1. εξισώνω ποσοτικά κάτι προς κάτι άλλο, αντισταθμίζω («ισοφαρίζω τα έξοδά μου προς τα έσοδα»)
2. εξισώνομαι, γίνομαι ίσος ποσοτικά με κάποιον («κέρδη και ζημίες ισοφαρίζουν»)
νεοελλ.
(αθλ.) επιτυγχάνω το ίδιο αποτέλεσμα στη διάρκεια αθλητικού αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσο-φορίζω < ἰσο-φόρος
το α του τ. παραμένει ανερμήνευτο, παρ' όλο που εμφανίζεται στην οικογένεια του φέρω (πρβλ. φαρέτρα)].