καβαθα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(18)
(1b)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καβαθα]], ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α)<br />(αμφβλ. τονισμού) πήλινο [[πιάτο]], [[γαβάθα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[γαβαθόν]]. Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[γαβάθα]]].
|mltxt=[[καβαθα]], ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α)<br />(αμφβλ. τονισμού) πήλινο [[πιάτο]], [[γαβάθα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[γαβαθόν]]. Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[γαβάθα]]].
}}
{{etym
|etymtx=Etymology: s. [[γάβαθον]]
}}
}}

Revision as of 02:06, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καβαθα Medium diacritics: καβαθα Low diacritics: καβαθα Capitals: ΚΑΒΑΘΑ
Transliteration A: kabatha Transliteration B: kabatha Transliteration C: kavatha Beta Code: kabaqa

English (LSJ)

(accent dub.), ἡ, prob.= Lat.

   A gabata, dish, Edict.Diocl. 15.51: also as neut. pl., καβαθα β UPZ149.40 (iii B.C.); [γ]αβαθα τρία Cumont Fouilles de Doura-EuroposP.372 No.13; cf. γαβαθόν, ζάβατος 11.

Greek Monolingual

καβαθα, ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α)
(αμφβλ. τονισμού) πήλινο πιάτο, γαβάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γαβαθόν. Για ετυμολ. βλ. λ. γαβάθα].

Frisk Etymological English

Etymology: s. γάβαθον