διαναπαύω: Difference between revisions
οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται → there is nothing hidden that will not be revealed, there is nothing concealed that will not be revealed, there is nothing covered that shall not be revealed, there is nothing covered that won't be uncovered
(9) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[διαναπαύω]])<br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]] την [[κατά]] διαλείμματα [[ανάπαυση]]<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] διαλείμματα αναπαύσεως<br /><b>3.</b> [[διακόπτω]] για λίγο<br /><b>μέσ.</b> αναπαύομαι για λίγη ώρα. | |mltxt=(AM [[διαναπαύω]])<br /><b>1.</b> [[επιτρέπω]] την [[κατά]] διαλείμματα [[ανάπαυση]]<br /><b>2.</b> [[παρέχω]] διαλείμματα αναπαύσεως<br /><b>3.</b> [[διακόπτω]] για λίγο<br /><b>μέσ.</b> αναπαύομαι για λίγη ώρα. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαναπαύω:''' <b class="num">1)</b> давать от времени до времени передышку ([[σῶμα]], στρατόν Plut.): δ. δύναμιν Polyb. дать отдых войску; διαναπαύσωμεν αὐτόν Plat. дадим ему передышку; δ. τὸ συνεχὲς τοῦ πλοῦ Luc. сделать остановку после непрерывного плавания;<br /><b class="num">2)</b> от времени до времени отдыхать Arst., med. Plat., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A allow to rest awhile, Hp.Aph.2.48, Arist.Pol.1339b30, Plu.Flam. 4; interrupt, τὸ συνεχές Luc.Am.7; δ. τὴν ταυτότητα relieve the monotony, D.H.Comp.12:—Med., rest awhile, Pl.Lg.625b, Ph.2.197, Porph.Marc.4:—also intr. in Act., Aristid.Or.51(27).17.
German (Pape)
[Seite 591] (s. παύω), dazwischen ausruhen lassen, τινά, Plat. Polit. 257 c; δύναμιν, Pol. 5, 6 στρατόν, Plut. Marcell. 6; Anton. 38; τὸ συνεχὲς τοῦ πλοῦ, unterbrechen, Luc. am. 7. – Med., dazwischen ausruhen, sich erholen, Plat. Conv. 191 c; Luc. Necyom. 14.
Greek (Liddell-Scott)
διαναπαύω: παρέχω εἴς τινα διάλειμμα ἀναπαύσεως, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον, μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 12· διακόπτω τινά, τό συνεχὲς Λουκ. Ἕρως. 7. - Μέσ., ἀναπαύομαι ἐπ’ ὀλίγον, Πλάτ. Συμπ. 191C, Νόμ. 625Β.
French (Bailly abrégé)
1 donner un intervalle de repos, laisser se reposer qqe temps, acc.;
2 interrompre;
Moy. διαναπαύομαι prendre un peu de repos.
Étymologie: διά, ἀναπαύω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 c. ac. de pers. dar un respiro, dejar descansar αὐτόν Pl.Plt.257c, (τοὺς ἀνθρώπους) ἐν ταῖς ἀπὸ ταύτης ἡδοναῖς Arist.Pol.1339b30, τὴν δύναμιν Plb.5.6.6, 10.29.1, τὸν στρατόν Plu.Flam.4, cf. Ant.38, D.S.13.79, Str.11.8.5, 15.2.7, I.BI 5.23, Hld.10.1.2, ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἔργων ἡμῶν LXX Ge.5.29, τὴν παῖδα Luc.Tox.52, ἑαυτόν Philostr.Iun.Im.2.3, σε Pall.H.Laus.21.4.
2 c. ac. de abstr. interrumpir, hacer cesar, dar descanso a τὸ συνεχὲς τοῦ μεταξὺ πλοῦ διαναπαῦσαι interrumpir la continuidad de la navegación Luc.Am.7, δ. τὴν ταυτότητα romper la monotonía D.H.Comp.12.10, τὰς ... σπουδὰς ... ταῖς παιδιαῖς Ael.VH 12.15, τοὺς πόνους Gr.Naz.M.36.368A, τὸν θυμὸν αὐτῶν Chrys.M.59.280, cf. Gr.Nyss.Pss.144.15
•c. gen. τῶν πόνων Plu.2.726d, τοῦτον καμάτου διαναπαύσας Eus.LC 68 (p.209).
3 c. ac. de n. concr. asentar, posar, depositar τὴν λάρνακα Eus.VC 4.70.2, en v. pas., de un cadáver, Eus.VC 4.60.3.
II intr. hacer una interrupción, detenerse, descansar τὸ δ. εὐθύς, ἄκοπον Hp.Aph.2.48, cf. Epid.6.12.2, οὐδαμοῦ γὰρ διαναπαύσας Aristid.Or.51.17, cf. Plu.2.136d
•en v. med. mismo sent. διαναπαύεσθαι πυκνά el hacer frecuentes interrupciones Pl.Lg.625b, οὕτω γὰρ ἂν ... τὸ κοπιῶν τοῦ σώματος ... διαναπαύοιτο μάλιστα Hp.Salubr.7, cf. Epid.5.22, ἐὰν διαναπαυσάμενοι παλαίωσι Arist.Pr.867a8, ἵνα μηδένα χρόνον οἱ πολέμιοι διαναπαύσαιντο D.H.6.29, cf. Ph.2.493, διαναπαυόμενος τὰς ἱερὰς ἑβδομάδας tomándose un descanso el sagrado día séptimo Ph.2.197, cf. D.P.Au.3.22, Porph.Marc.4.
Greek Monolingual
(AM διαναπαύω)
1. επιτρέπω την κατά διαλείμματα ανάπαυση
2. παρέχω διαλείμματα αναπαύσεως
3. διακόπτω για λίγο
μέσ. αναπαύομαι για λίγη ώρα.
Russian (Dvoretsky)
διαναπαύω: 1) давать от времени до времени передышку (σῶμα, στρατόν Plut.): δ. δύναμιν Polyb. дать отдых войску; διαναπαύσωμεν αὐτόν Plat. дадим ему передышку; δ. τὸ συνεχὲς τοῦ πλοῦ Luc. сделать остановку после непрерывного плавания;
2) от времени до времени отдыхать Arst., med. Plat., Luc.