ἐγερσιφαής: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐγερσιφαής]], -ές (Α)<br />([[λίθος]]) που αναδίδει φως, που λάμπει.
|mltxt=[[ἐγερσιφαής]], -ές (Α)<br />([[λίθος]]) που αναδίδει φως, που λάμπει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐγερσῐφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει ζωηρό φως, ἐγ. [[λίθος]], ο [[πυρίτης]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγερσῐφᾰής Medium diacritics: ἐγερσιφαής Low diacritics: εγερσιφαής Capitals: ΕΓΕΡΣΙΦΑΗΣ
Transliteration A: egersiphaḗs Transliteration B: egersiphaēs Transliteration C: egersifais Beta Code: e)gersifah/s

English (LSJ)

ές,

   A light-stirring, ἐ. πέτρος the flint, AP6.5 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 703] Feuer erweckend; λίθος, Feuerstein, Philp. 22 (VI, 5).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγερσῐφαής: -ές, ὁ τὸ φῶς διεγείρων, φῶς ἐκβάλλων, ἐγ. λίθος, ὁ πυρίτης, Ἀνθ. Π. 6.5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fait jaillir la lumière (pierre à feu).
Étymologie: ἐγείρω, φάος.

Spanish (DGE)

(ἐγερσῐφᾰής) -ές
que despierta la luz τὸν ἐγερσιφαῆ, πυρὸς ἔγκυον, ἔμφλογα πέτρον del pedernal AP 6.5 (Philippus).

Greek Monolingual

ἐγερσιφαής, -ές (Α)
(λίθος) που αναδίδει φως, που λάμπει.

Greek Monotonic

ἐγερσῐφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει ζωηρό φως, ἐγ. λίθος, ο πυρίτης, σε Ανθ.