ἐπίκλιντρον: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίκλιντρον]], τὸ (Α) [[επικλίνω]]<br /><b>1.</b> [[ανάκλιντρο]], [[είδος]] καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί [[κανείς]] να ξαπλώσει<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] με όρθια [[πλάτη]]<br /><b>3.</b> η [[πλάτη]] του καθίσματος, το [[ερεισίνωτο]]. | |mltxt=[[ἐπίκλιντρον]], τὸ (Α) [[επικλίνω]]<br /><b>1.</b> [[ανάκλιντρο]], [[είδος]] καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί [[κανείς]] να ξαπλώσει<br /><b>2.</b> [[κάθισμα]] με όρθια [[πλάτη]]<br /><b>3.</b> η [[πλάτη]] του καθίσματος, το [[ερεισίνωτο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίκλιντρον:''' τό ложе, постель Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A couch, arm-chair, Ar.Ec.907 (lyr.), Fr.44, IG22.1541.26 (iv B.C.); but, straight-backed chair, Gal.18(1).344. II. back of a couch or chair, IG11 (2).144 A 66, B 8 (Delos, iv B.C.), Gp.13.14.9.
German (Pape)
[Seite 950] τό, zum Anlehnen, Boden- od. Rücklehne der Bettstelle, Ar. Eccl. 907; nach Phryn. 130 attisch für ἀνάκλιντρον; vgl. auch Poll. 6, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκλιντρον: τό, ἀνάκλιντρον, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 907, Ἀποσπ. 145· ― «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον, ἐπίκλιντρον Ἀριστοφάνης ἔφη» Πολυδ. ϛʹ, 9· κατὰ Φρύνιχ. (σ. 130) «ἐπίκλιντρον ῥητέον, οὐκ ἀνάκλιντρον», ἴδε σημ. Λοβεκκίου αὐτόθι σ. 132.
Greek Monolingual
ἐπίκλιντρον, τὸ (Α) επικλίνω
1. ανάκλιντρο, είδος καθίσματος με στηρίγματα στο οποίο μπορεί κανείς να ξαπλώσει
2. κάθισμα με όρθια πλάτη
3. η πλάτη του καθίσματος, το ερεισίνωτο.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκλιντρον: τό ложе, постель Arph.