επιζάφελος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(13) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιζάφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («ὅτε κεν τιν’ [[ἐπιζάφελος]] [[χόλος]] ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια [[οργή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἐπιζάφελον</i><br />με [[μεγάλη]] [[οργή]] («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζάφελος]]. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το <i>ζα</i> αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης <i>διά</i> ( | |mltxt=[[ἐπιζάφελος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορμητικός]], [[βίαιος]] («ὅτε κεν τιν’ [[ἐπιζάφελος]] [[χόλος]] ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια [[οργή]], <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>τὸ ἐπιζάφελον</i><br />με [[μεγάλη]] [[οργή]] («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζάφελος]]. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το <i>ζα</i> αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης <i>διά</i> ([[πρβλ]]. <i>ζα</i>-<i>χρηής</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἐπιζάφελος, -ον (Α)
1. ορμητικός, βίαιος («ὅτε κεν τιν’ ἐπιζάφελος χόλος ἵκοι» — όταν καταλάβει κάποιον βίαια οργή, Ομ. Ιλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) τὸ ἐπιζάφελον
με μεγάλη οργή («ἐπιζάφελον κοτέουσα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ζάφελος. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται ότι το ζα αποτελεί αιολ. τ. της πρόθεσης διά (πρβλ. ζα-χρηής)].