καταγιγαρτίζω: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(19)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγιγαρτίζω]] (Α)<br />(με άσεμνη σημ.) [[βγάζω]] τα κουκούτσια από καρπό, [[καταγαμώ]] («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ' ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γιγαρτίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγαρτον]] «το [[κουκούτσι]] του σταφυλιού»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-<i>γιγαρτίζω</i>].
|mltxt=[[καταγιγαρτίζω]] (Α)<br />(με άσεμνη σημ.) [[βγάζω]] τα κουκούτσια από καρπό, [[καταγαμώ]] («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ' ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γιγαρτίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγαρτον]] «το [[κουκούτσι]] του σταφυλιού»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-<i>γιγαρτίζω</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''καταγιγαρτίζω:''' досл. освобождать (плоды) от косточек, перен. бесчестить (лат. stuprare) Arph.
}}
}}

Revision as of 22:31, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγῐγαρτίζω Medium diacritics: καταγιγαρτίζω Low diacritics: καταγιγαρτίζω Capitals: ΚΑΤΑΓΙΓΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: katagigartízō Transliteration B: katagigartizō Transliteration C: katagigartizo Beta Code: katagigarti/zw

English (LSJ)

   A take out the kernel: metaph., deflower, Ar.Ach. 275 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1342] eigtl. auskernen, s. γίγαρτον, in obscöner Bdtg Ar. Ach. 263, stuprare.

Greek (Liddell-Scott)

καταγῐγαρτίζω: ἐξάγω τὰ γίγαρτα, τὰ «κουκούτσια»· μεταφ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, stuprare, Ἀριστοφ. Ἀχ. 275.

Greek Monolingual

καταγιγαρτίζω (Α)
(με άσεμνη σημ.) βγάζω τα κουκούτσια από καρπό, καταγαμώ («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ' ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -γιγαρτίζω (< γίγαρτον «το κουκούτσι του σταφυλιού»), πρβλ. εκ-γιγαρτίζω].

Russian (Dvoretsky)

καταγιγαρτίζω: досл. освобождать (плоды) от косточек, перен. бесчестить (лат. stuprare) Arph.