καταπέρδομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(19) |
(nl) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καταπέρδομαι]] (Α)<br />(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία [[έκφραση]] που δηλώνει [[περιφρόνηση]]) [[κλάνω]] ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῑν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέρδομαι]]. | |mltxt=[[καταπέρδομαι]] (Α)<br />(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία [[έκφραση]] που δηλώνει [[περιφρόνηση]]) [[κλάνω]] ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῑν», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πέρδομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατα-πέρδομαι, aor. κατέπαρδον, met gen.: een wind laten tegen:. κατέπαρδεν... τοῦ ξιφουργοῦ hij liet een scheet richting zwaardenmaker Aristoph. Pax 547. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 1 January 2019
English (LSJ)
only in aor. 2 Act. κατέπαρδον:—
A break wind at, τινος, in sign of contempt, Epicr.11.28 (anap.), Ar.Pax547; τοῦ σοῦ δίνου Id.V.618; τῆς Πενίας Id.Pl.618 (anap.).
Greek Monolingual
καταπέρδομαι (Α)
(μόνο στον ενεργ. αόρ. β') (χυδαία έκφραση που δηλώνει περιφρόνηση) κλάνω ενώπιον κάποιου («καὶ τῆς Πενίας καταπαρδεῑν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πέρδομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πέρδομαι, aor. κατέπαρδον, met gen.: een wind laten tegen:. κατέπαρδεν... τοῦ ξιφουργοῦ hij liet een scheet richting zwaardenmaker Aristoph. Pax 547.