εὐθυντός: Difference between revisions
From LSJ
(15) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐθυντός]], -ή, -όν (Α) [[ευθύνω]]<br />αυτός που έγινε [[ευθύς]], που ίσιωσε. | |mltxt=[[εὐθυντός]], -ή, -όν (Α) [[ευθύνω]]<br />αυτός που έγινε [[ευθύς]], που ίσιωσε. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐθυντός:''' выпрямленный Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A capable of being straightened, Arist.Mete.385b27.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυντός: -ή, -όν, ὁ καταστὰς εὐθύς, ἴσος, ἀντίθ. τῷ καμπτός, Μετεωρ. 4. 9, 5.
Greek Monolingual
εὐθυντός, -ή, -όν (Α) ευθύνω
αυτός που έγινε ευθύς, που ίσιωσε.
Russian (Dvoretsky)
εὐθυντός: выпрямленный Arst.