θανατώδης: Difference between revisions
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(16) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θανατώδης]], -ῶδες (AM) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει τον θάνατο<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί θάνατο, ο [[θανατηφόρος]]. | |mltxt=[[θανατώδης]], -ῶδες (AM) [[θάνατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει τον θάνατο<br /><b>2.</b> αυτός που προκαλεί θάνατο, ο [[θανατηφόρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θανατώδης:''' несущий смерть, губительный (τινι Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A indicating death, σημεῖον Hp.Prog.2. II deadly, fatal, αὐχμοί Id.Aph.3.15; ἦρ ib.9; σπασμοί Ael.NA7.5.
German (Pape)
[Seite 1186] ες, tödtlich, den Tod anzeigend; Hippocr.; Ael. H. A. 7, 5.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θανάτῳ, προμηνύων θάνατον, Ἱππ. Προγν. 37. II. θανάσιμος, θανατηφόρος, ἦρ ὁ αὐτ. Ἀφ. 1247· σπασμοὶ Αἰλ. π. Ζ. 7. 5.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
mortel.
Étymologie: θάνατος, -ωδης.
Greek Monolingual
θανατώδης, -ῶδες (AM) θάνατος
1. αυτός που προμηνύει τον θάνατο
2. αυτός που προκαλεί θάνατο, ο θανατηφόρος.
Russian (Dvoretsky)
θανατώδης: несущий смерть, губительный (τινι Arst.).