ἀρότης: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρότης]], ο (Α) [[αρώ]]<br />αυτός που οργώνει.
|mltxt=[[ἀρότης]], ο (Α) [[αρώ]]<br />αυτός που οργώνει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρότης:''' -ου, ὁ, = το προηγ., σε Ηρόδ., Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 18:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρότης Medium diacritics: ἀρότης Low diacritics: αρότης Capitals: ΑΡΟΤΗΣ
Transliteration A: arótēs Transliteration B: arotēs Transliteration C: arotis Beta Code: a)ro/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg., Pi.I.1.48, Hdt.4.2, Pherecr.130;

   A βόες ἀ. Hp.Art.8, cf.Ael.VH5.14; Πιερίδων ἀρόται workmen of the Muses, i.e. poets, Pi.N.6.32; ἀ. κύματος seaman, Call.Fr.436.

German (Pape)

[Seite 357] ὁ, = ἀροτήρ, Pind. I. 1, 48 N. 6, 33; Ap. Rh. 1, 1217; βοῦς Ael. V. H. 5, 14; κύματος, Schiffer, Callim. frg. 436.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρότης: -ου, ὁ = τῷ προηγ., Πινδ. Ι. 1. 67, Ἡρόδ. 4. 2, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1· βόες ἀρ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 784· Περίδων ἀρόται, θεράποντες τῶν Μουσῶν, δηλ. ποιηταί, Πίνδ. Ν. 6. 55· ἀρόται κύματος, ἐργάται τῆς θαλάσσης, ναῦται, Καλλιμ. Ἀποσπ. 436

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: ἀρόω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰ]
1 gener. campesino, labrador Pherecr.137.1, Plu.2.406c, Nonn.D.1.111, A.D.Adu.135.16
op. νομάδες: Σκύθαι ... οὐ γὰρ ἀρόται εἰσὶ ἀλλὰ νομάδες Hdt.4.2
arador, yuntero βοῶν οἱ ἀρόται Hp.Art.8, cf. Ael.VH 5.14
fig. Πιερίδων ἀρόται aradores de las Musas e.d. los poetas Pi.N.6.32
ἀρόται κύματος los marinos Call.Fr.572.
2 como adj. de labor βοῦς A.R.1.1217.

Greek Monolingual

ἀρότης, ο (Α) αρώ
αυτός που οργώνει.

Greek Monotonic

ἀρότης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Ηρόδ., Πίνδ.