κεδρόξυλο: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[ξύλο]] του κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το α' συνθετικό, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>cedarwood</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>cedar</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. γαλλ. <i>cedar</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cedrus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>wood</i>].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> το [[ξύλο]] του κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το α' συνθετικό, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>cedarwood</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>cedar</i> <span style="color: red;"><</span> αρχ. γαλλ. <i>cedar</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cedrus</i> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]]) <span style="color: red;">+</span> <i>wood</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. το ξύλο του κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό, πρβλ. αγγλ. cedarwood (< cedar < αρχ. γαλλ. cedar < λατ. cedrus < κέδρος) + wood].